ὑπερκαγχάζω

ὑπερκαθαίρω

ὑπερκάθαρσις
ὑπερ·καθαίρω [κᾰ] purger sans mesure, Hpc. Aph. 1260 ; Gal. t. 18, 1, p. 144, 8 ; Lex. p. 582.