ὑπερκαθαίρω

ὑπερκάθαρσις

ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκάθαρσις, εως () [κᾰ] purgation excessive, Hpc. Aph. 1252 ; cf. 208g ; Diosc. Alex. 33.
Étym. ὑπερκαθαίρω.