ὑπερκύδας
ὑπερκύπτωὑπερ·κύδας, αντος
[κῡᾱ] adj. m.
(seul. acc. sg.
-κύδαντα, Hés.
Th. 510,
et acc. pl. -κύδαντας, Il. 4, 66, 71) très célèbre, glorieux.
Étym.
ὑ. κῦδος ; p.-ê. dor. p. *ὑπερκύδης, contr. de *ὑπερκυδήεις ;
cf. ἀργᾶς =
ἀργῆς, ἀργήεις ; τιμᾶς = τιμῆς,
τιμήεις.