ὑπερμάχομαι

ὑπέρμαχος

ὑπερμεγάθης
ὑπέρμαχος, ος, ον [] défenseur, protecteur, Anth. 7, 147 ; Spt. Sap. 16, 17.
Étym. ὑπερμάχομαι.