ὑπερμάχησις

ὑπερμαχητικός

ὑπερμάχομαι
ὑπερμαχητικός, ή, όν [] capable de protéger, gén. Plut. Num. 16 ; Corn. N.D. 20.
Étym. ὑπερμαχέω.