ὑπερμήκης

ὑπερμιξολύδιος

ὑπερμισέω-ῶ
ὑπερ·μιξολύδιος, ος, ον [λῡ] hypermixolydien, mode de musique d’un demi-ton au-dessus du mixolydien, Ath. 625d.
Étym. ὑ. μιξολύδιος.