ὑπέρμορον

ὑπερνέφελος

ὑπερνεφέω-ῶ
ὑπερ·νέφελος, ος, ον, qui est ou s’élève au-dessus des nuages, Luc. Ic. 2, Herm. 5, etc. ; Eum. p. 321.
Étym. ὑ. νεφέλη.