ὑπερνεφέω-ῶ

ὑπερνεφής

ὑπερνεωλκέω-ῶ
ὑπερ·νεφής, ής, ές, c. ὑπερνέφελος, Rhét. 1, 439 W. ; Clém. Pæd. 1, 9, 84.
Étym. ὑ. νέφος.