ὑπερνεφής

ὑπερνεωλκέω-ῶ

ὑπερνικάω-ῶ
ὑπερ·νεωλκέω-ῶ, tirer des vaisseaux à terre, Pol. 8, 36, 12 ; Str. 278 ; Plut. Ant. 69.