ὑπέροινος

ὑπερομϐρία

ὕπερον
ὑπερ·ομϐρία, ας () pluie excessive, Arstt. H.A. 8, 19, 7 ; au plur. Arstt. Meteor. 2, 8, 6, etc. ; Th. C.P. 5, 3, 7.
Étym. ὑ. ὄμϐρος.