ὑπερομϐρία

ὕπερον

ὑπερόντως
ὕπερον, ου (τὸ) c. ὕπερος, Hpc. Art. 782 ; Pol. 1, 22, 7 ; Luc. Philops. 35.
ὕπερον, ου (τὸ) seul. au pl., sorte de chenilles dites arpenteuses, Arstt. H.A. 5, 19, 9.