ὑπεροπλία

ὑπεροπλίζομαι

ὑπέροπλος
ὑπεροπλίζομαι (opt. ao. poét. 3 sg. ὑπεροπλίσσαιτο) vaincre par la force des armes, sel. d’autres, traiter avec arrogance, acc. Od. 17, 268.
Étym. ὑπέροπλος.