ὑπεροπτικός

ὑπεροπτικῶς

ὑπερόπτις
ὑπεροπτικῶς, d’un air méprisant, avec fierté ou dédain, Xén. Hell. 7, 1, 18 ; Plut. Pomp. 55 ; Luc. Tim. 8, V.H. 1, 36 ||
Cp. -ώτερον, Pol. 5, 46, 6 ; sup. -ώτατα, DC. 49, 7.