ὑπερόπτησις

ὑπεροπτικός

ὑπεροπτικῶς
ὑπεροπτικός, ή, όν, méprisant, dédaigneux de, gén. Plat. Def. 416a ; abs. Isocr. 8d, 283b ; Luc. Nigr. 1, D. mar. 13, 1, etc. ; joint à ἀπίθανος, Luc. D. deor. 21, 1 ||
Sup. -ώτατος, Dém. 218 fin.
Étym. ὑπερόψομαι.