ὑπερόπτις

ὑπέροπτος

ὑπερόρασις
ὑπέροπτος, ος, ον, méprisant, fier, dédaigneux, Anth. 12, 186 ; plur. neutre adv. Soph. O.R. 883.
Étym. ὑπερόψομαι.