ὑπερούριος

ὑπερούσιος

ὑπέροφρυς
ὑπερ·ούσιος, ος, ον, supérieur à toutes les substances, supersubstantiel, Procl. Inst. theol. p. 168 ; Syn. Hymn. 1, 62, 67.
Étym. ὑ. οὐσία.