ὑπερόψομαι

ὑπερπαγής

ὑπερπαθέω-ῶ
ὑπερ·παγής, ής, ές [] d’un froid glacial : τὸ ὑπερπαγές, Xén. Cyn. 8, 2, froid glacial.
Étym. ὑ. πάγος.