ὑπερπαγής

ὑπερπαθέω-ῶ

ὑπερπαθής
ὑπερπαθέω-ῶ [] être extrêmement affecté, Eur. Ph. 1456 ; Jos. A.J. 7, 2, 1, etc.
Étym. ὑπερπαθής.