ὑπερθεραπεύω

ὑπερθερμαίνω

ὑπερθερμασία
ὑπερ·θερμαίνω, échauffer trop, Hpc. 446, 36 ; 447, 4 ; au pass. Arstt. Probl. 1, 12, 2 ; Plut. M. 911b.