ὑπερθερμαίνω

ὑπερθερμασία

ὑπέρθερμος
ὑπερθερμασία, ion. -ίη, ης () [μᾰ] trop grand échauffement, chaleur excessive, Hpc. 462, 3 et 46.
Étym. ὑπερθερμαίνω.