ὑπερθύμως

ὑπερθύριον

ὑπέρθυρος
ὑπερθύριον, ου (τὸ) [θῠ] pierre ou poutre transversale au-dessus d’une porte, Od. 7, 90 ; Hés. Sc. 271.
Étym. ὑπέρθυρος.