ὑπερθύριον

ὑπέρθυρος

ὑπερθύω
ὑπέρ·θυρος, ος, ον [θῠ] placé au-dessus de la porte : τὸ ὑπέρθυρον, Hdt. 1, 179 ; Parmén. 12 Karsten ; Plut. M. 684a, c. ὑπερθύριον.
Étym. ὑ. θύρα.