ὑπερξηραίνω

ὑπερξηρασία

ὑπέρξηρος
ὑπερξηρασία, ion. ὑπερξηρασίη, ης () [ρᾰ] sécheresse excessive ou extrême, Hpc. 460, 2.
Étym. ὑπερξηραίνω.