ὑπερξηρασία

ὑπέρξηρος

ὑπερογκέω-ῶ
ὑπέρ·ξηρος, ος, ον, trop sec ou extrêmement sec, Arstt. Respir. 14, 7 ; H.A. 10, 3, 16 ; Diosc. 2, 106.
Étym. ὑ. ξηρός.