ὑπεξανάγομαι

ὑπεξαναδύομαι

ὑπεξανίσταμαι
ὑπ·εξαναδύομαι (f. -αναδύσομαι, ao. 2 -ανέδυν, etc.) s’élever de dessous ou peu à peu, Thcr. Idyl. 22, 123 ; ἁλός, Il. 13, 352, du sein de la mer.