ὑπόϐλημα

ὑποϐλητέος

ὑπόϐλητος
ὑποϐλητέος, α, ον, vb. de ὑποϐάλλω, Xén. Œc. 19, 9 ; au neutre, DH. Rhet. 4 ; Geop. 6, 2, 4.