Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑπόχλοος
ὑποχλωρομέλας
ὑπόχλωρος
ὑποχλωρο·μέλας,
αινα, αν,
d’un noir verdâtre,
Hpc.
1175
g
.
Étym.
ὑπόχλωρος, μ.