ὑποχλωρομέλας

ὑπόχλωρος

ὑποχνοάζω
ὑπό·χλωρος, ος, ον :
1 verdâtre, Hpc. 40, 15 ; 1120e, 1136f ||
2 un peu pâle, un peu blême, Hpc. Progn. 401, Fract. 760 ; Arstt. H.A. 9, 14, 1.
Étym. ὑ. χλωρός.