ὑποχοινικίς

ὑποχοιρίς

ὑπόχολος
ὑπο·χοιρίς, ίδος () sorte de chicorée, Th. H.P. 7, 7, 1 ; 7, 11, 4.
Étym. ὑ. χοῖρος.