ὑποχοιρίς

ὑπόχολος

ὑποχολώδης
ὑπό·χολος, ος, ον, un peu bilieux, Hpc. 493, 30 ; 518, 5 ; Arét. Caus. m. acut. 2, 1 ; Sext. M. 1, 308.
Étym. ὑ. χολή.