Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχόνδριος
ὑποχονδριακός,
ή, όν
[
ᾰ
] malade des hypocondres, hypocondriaque,
A. Tr.
Étym.
ὑποχόνδριος
.