Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑπόχολος
ὑποχολώδης
ὑποχονδριακός
ὑποχολώδης,
ης, ες,
c. le préc.
Hpc.
Epid.
3, 1072
.
Étym.
ὑπόχολος, -ωδης
.