ὑποχωρέω-ῶ

ὑποχώρημα

ὑποχώρησις
ὑποχώρημα, ατος (τὸ) matière évacuée, excrément, Hpc. Aph. 1243, 1261 ; Th. Char. 20, etc.
Étym. ὑποχωρέω.