ὑποδεής

ὑπόδειγμα

ὑποδειγματικός
ὑπόδειγμα, ατος (τὸ)
1 signe, marque, indice, Xén. Eq. 2, 2 ||
2 modèle, exemple, Pol. 3, 17, 8 ; Anth. 6, 342.
Étym. ὑποδείκνυμι.