ὑποδιαϐιϐρώσκω

ὑποδιαίρεσις

ὑποδιαιρέω-ῶ
ὑποδιαίρεσις, εως () subdivision, DL. 7, 61 ; Sext. M. 11, 15 ; Nicom. Arithm. 1, 8 ; Hermog. Inv. 1, 2 ; 3, 10.
Étym. ὑποδιαιρέω.