ὑποδιαίρεσις

ὑποδιαιρέω-ῶ

ὑποδιακονικός
ὑπο·διαιρέω-ῶ, subdiviser, DL. 7, 84 ; Sext. P. 3, 75 ; M. 7, 35 ; Rhét. 3, 50 W.