ὑποδιαλείπω

ὑποδιανοέομαι-οοῦμαι

ὑποδιαπήγνυμι
ὑπο·διανοέομαι-οοῦμαι (f. -ήσομαι, ao. -διενοήθην) réfléchir en soi-même, Jul. Ep. 9.