ὑποδιανοέομαι-οοῦμαι

ὑποδιαπήγνυμι

ὑποδιασπάω-ῶ
ὑπο·διαπήγνυμι (seul. intr. au pf. ὑποδιαπέπηγα) être solidement enfoncé, Phil. byz. Bel. 52.