ὑπογάστερος

ὑπογαστρίδιον

ὑπογαστρίζομαι
ὑπο·γαστρίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] c. ὑπογάστριον, v. ὑπογάστριος, Eub. (Ath. 113f).