ὑπογαστρίδιον

ὑπογαστρίζομαι

ὑπογάστριος
ὑπο·γαστρίζομαι, litt. faire descendre dans son ventre, avaler, Com. fr. adesp. 1178 Kock.
Étym. ὑ. γαστήρ.