ὑπογηράω-ῶ

ὑπογίγνομαι

ὑπόγλαυκος
ὑπο·γίγνομαι (f. ὑπογενήσομαι, ao. 2 ὑπεγενόμην, etc.) naître ensuite ou peu à peu, Hpc. Art. 803 ; Hdt. 3, 159 ; T. Locr. 104a ; Pol. 2, 44, 1 ; 6, 6, 7, etc. ||
E Ion. ὑπογίνομαι, Hdt. l. c.