ὑπογίγνομαι

ὑπόγλαυκος

ὑπογλαύσσω
ὑπό·γλαυκος, ος, ον, un peu glauque, verdâtre ou bleuâtre, Xén. Cyn. 5, 23 ; Diosc. 2, 211, etc.
Étym. ὑ. γλαυκός.