ὑπογλαύσσω

ὑπόγλισχρος

ὑπογλουτίς
ὑπό·γλισχρος, ος, ον :
1 un peu visqueux ou gluant, Hpc. Epid. 3, 1066 ; Th. H.P. 7, 13, 1 ||
2 quelque peu gourmand, Numén. (Eus. P.E. 734, au cp. -ότερος).
Étym. ὑ. γλίσχρος.