ὑπόγλισχρος

ὑπογλουτίς

ὑπογλυκαίνω
ὑπο·γλουτίς, ίδος () le bas des fesses à la naissance des cuisses, Arstt. H.A. 1, 14, 2 ; Ruf. p. 32 Clinch.
Étym. ὑ. γλουτός.