ὑπογραμματεία

ὑπογραμματεύς

ὑπογραμματεύω
ὑπο·γραμματεύς, έως () [μᾰ] sous-greffier, scribe ou greffier adjoint, Ar. Ran. 1084 ; Ant. 145, 26 ; Lys. 186, 3.
Étym. ὑ. γραμματεύς.