ὑπογραμματεύς

ὑπογραμματεύω

ὑπογραμμός
ὑπο·γραμματεύω [μᾰ] être sous-greffier, scribe ou greffier adjoint, Ant. 147, 14 ; Lys. 186, 8 ; Plut. Æmil. 37, Cato ma. 24.