ὑποκαπνίζω

ὑποκάπνισμα

ὑποκαπνισμός
ὑποκάπνισμα, ατος (τὸ) ce qui sert aux fumigations, d’où fumigation, A. Tr. 5, 261.
Étym. ὑποκαπνίζω.