ὑποκάπνισμα

ὑποκαπνισμός

ὑποκαπνιστός
ὑποκαπνισμός, οῦ () fumigation, Gal. 14, 441 ; Antyll. (Orib. 182 Matthäi).
Étym. ὑποκαπνίζω.