Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑποκονίω
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑπό·κοπος,
ος, ον,
un peu fatigué,
Xén.
Cyn.
6, 25 ;
Hippiatr.
p. 39, 22
.
Étym.
ὑ. κόπτω
.