Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑπόκοπος
ὑπόκοπρος
ὑποκόπτω
ὑπό·κοπρος,
ος, ον,
mêlé d’excréments,
Hpc.
1132
h
.
Étym.
ὑ. κόπρος
.